- προχυταῖος
- προ-χῠταῖος, α, ον,A consisting in a libation, θυσία cj. in E.Fr.912.5 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προχυταίος — αία, ον, Α [προχύται] αυτός που αποτελείται από μία σπονδή («προχυταία θυσία», Ευρ.) … Dictionary of Greek